Ανοίγοντας τους ασκούς του Αιόλου…
Είναι ξεκάθαρο πλέον πως η Ευρώπη δεν τα πάει και πολύ καλά τελευταία τόσο σε επίπεδο συμφερόντων, όσο και κυρίως οικονομίας. Όσο και αν θέλουν οι φωστήρες της να μας πείσουν για το αντίθετο, οι επιλογές της έχουν φέρει τις οικονομίες στις περισσότερες εκ των χωρών της σε πτωτική πορεία αφού κλονίζονται τόσο οι ζωές των ιθαγενών της, όσο φυσικά και η βιομηχανία της.
Στην περίπτωση της αυτοκινητοβιομηχανίας που μας απασχολεί εν προκειμένω, η επιτακτική -σύμφωνα με τη λογική της Κομισιόν- ανάγκη για άμεση μετάβαση στην ηλεκτροκίνηση, έφερε σε δυσμενή θέση τους εγχώριους κατασκευαστές και άνοιξε ταυτόχρονα τον δρόμο στους Κινέζους για την πλήρη επέκτασή τους στη Γηραιά Ήπειρο, όντας πρωτοπόροι σε επίπεδο τεχνολογίας και εν συνεχεία τυχεροί, μιας και οι πρώτες ύλες για την κατασκευή μπαταριών και ηλεκτροκινητήρων βρίσκονται στη γη τους. Έτσι, σε χρόνο ντετέ εμφανίστηκαν στην αγορά μας πάμπολλες μάρκες, άλλοτε μικρές (που καλά – καλά ούτε να τις προφέρουμε μπορούμε) και άλλοτε μεγάλες (ή καλύτερα τεράστιες) που ήρθαν για να σαρώσουν και φυσικά να κερδίσουν τη μερίδα του λέοντος, χάρη στην υψηλή τεχνολογία που προσφέρουν σε τιμές που οι Ευρωπαίοι δεν μπορούν ούτε να φανταστούν…
Ανάμεσα στα μεγαθήρια και η BYD (“Built Your Dreams” ολογράφως), που αποτελεί τον κορυφαίο κατασκευαστή ηλεκτρικών και plug-in hybrid οχημάτων στον κόσμο και η οποία μέσα σε μια τετραετία κατάφερε όχι μόνο να ταράξει την αγορά της Ευρώπης (τον Μάιο του 2020 έφερε τα πρώτα επιβατικά αυτοκίνητα στην Ευρώπη), αλλά και να σημειώσει ραγδαίες αυξήσεις στις αγορές που δραστηριοποιείται, με χαρακτηριστικό πλέον παράδειγμα ότι μόνο το πρώτο εξάμηνο της χρονιάς που διανύουμε κατάφερε να διαθέσει σχεδόν διπλάσια οχήματα από την Tesla που καυχιέται για τα δικά της ρεκόρ!
Όπως αντιλαμβάνεται λοιπόν κανείς, οι Κινέζοι δεν αστειεύονται και αν μέχρι τώρα έκαναν την εμφάνισή τους με σχετικά προσιτά ηλεκτρικά αυτοκίνητα για να κερδίσουν τις απαραίτητες πωλήσεις που θα της χάριζαν δημοτικότητα σε εμάς τους Ευρωπαίους, πλέον είναι έτοιμοι για την πλήρη επέλαση, «ρίχνοντας» στην αγορά μοντέλα κάθε κατηγορίας και είδους (ακόμη και supercar!), όταν από τα τέλη του 2025 θα έχει και το δικό της ευρωπαϊκό εργοστάσιο στην Ουγγαρία για να αποφύγει τις διεστραμμένες σκέψεις -και μετέπειτα πράξεις- της «κυρίας» Φον Ντερ Λάιεν για αυξημένους δασμούς στα κινέζικα αυτοκίνητα. Μια κίνηση που πλέον όσο και να πιέζουν οι Ευρωπαίοι Κατασκευαστές για την αποτροπή της, δείχνει μη αναστρέψιμη και συγχρόνως ανούσια, αφού και πάλι βρίσκουν την άκρη οι «φίλοι μας» εξ Ανατολών, με τους ασκούς του Αιόλου πλέον να έχουν ανοίξει για τα καλά…
Χαρακτηριστικό των παραπάνω είναι ότι κατά την χθεσινή παρουσίαση του νέου τους μοντέλου (για το οποίο θα αναφερθούμε παρακάτω) στην Αθήνα, ήρθαν μαζί με αυτό και επτά (!) Κινέζοι από τα κεντρικά τους και άλλα τρία ειδικά μοντέλα τους, με σκοπό να δείξουν σε εμάς τους ανθρώπους του Ειδικού Τύπου στην Ελλάδα τη δυναμική τους!
Πρώτο εξ’ αυτών, ένα γιγαντιαίο SUV (με μήκος 5,32 μ. παρακαλώ!) από την υπο-μάρκα τους YangWang (προφέρεται «ΓιανγκΓουάνγκ») με την κωδική ονομασία U8, που χάρη στην plug-in υβριδική τεχνολογία και στους τέσσερις ηλεκτροκινητήρες αποδίδει συνολικά 1.200 ίππους (300 σε κάθε τροχό) και πετυχαίνει 1.000 χλμ. αυτονομίας, με το 0-100 χλμ./ώρα να έρχεται σε 3,6 δευτερόλεπτα!
Το δεύτερο τώρα ήταν ένα επίσης τεράστιο SUV (με μήκος 4,9 μ.) από την άλλη υπο-μάρκα τους, την FangCheng (προφέρεται «ΦανκΤσενγκ») που μιμούμενο σε εμφάνιση το Land Cruiser και με 681 ίππους από ένα plug-in υβριδικό σύστημα, εστιάζει στην απόλυτη off-road εμπειρία.
Τρίτο και τελευταίο, ήταν το ηλεκτρικό supercar τους, που με την κωδική ονομασία U9 είναι το τρίτο ταχύτερο ηλεκτρικό στον πλανήτη (πίσω από τα Rimac Nevera και Aspark Owl) και μέχρι τη στιγμή που γράφονται αυτές οι αράδες προσπαθεί να σπάσει το ρεκόρ του Νίρμπουργκρινγκ!
Ενέχυρά του σ’ αυτή την προσπάθεια είναι τέσσερις ηλεκτροκινητήρες που παράγουν συνολικά 1.306 ίππους με 1.680 Nm ροπής και κάνουν το U9 να πετυχαίνει το 0-100 χλμ./ώρα σε 2,36 δευτερόλεπτα και την τελική ταχύτητα να αγγίζει τα εξωφρενικά 375 χλμ./ώρα!
Όλα αυτά βέβαια -όπως προαναφέραμε- ήταν μόνο για την επίτευξη των εντυπώσεων, αφού θα διατεθούν στην Ευρώπη (και μπορεί και στην Ελλάδα) τα επόμενα χρόνια.
Προς το παρόν, αυτό που μόλις ξεκίνησε τη διάθεσή του στην χώρα μας και ήταν και το κύριο θέμα της παρουσίασης, ήταν το νέο plug-in υβριδικό της BYD, το νέο Seal U DM-I, το οποίο είχαμε τη δυνατότητα να γνωρίσουμε από κοντά και να βγάλουμε τα πρώτα συμπεράσματά μας…
Αρχικά, πρόκειται για ένα μεσαίου μεγέθους SUV που χρησιμοποιεί ένα plug-in υβριδικό σύστημα μετάδοσης κίνησης, διατίθεται ως δικίνητο ή τετρακίνητο, είναι υπερ-πλούσια εξοπλισμένο και διατίθεται με τιμές που κυμαίνονται κοντά στα 40.000 ευρώ, βάζοντας έτσι «δύσκολα» στα Audi Q5, BMW X3, Mercedes GLC, Volvo XC60 και κάθε άλλο premium μοντέλο που υπάγεται στην D-SUV κατηγορία!
Με ομοιότητες τόσο εντός, όσο και εκτός…
Εμφανισιακά, το BYD Seal U εντάσσεται στην ίδια σχεδιαστική φιλοσοφία Ocean της μάρκας και ειδικότερα εμπρός δείχνει ευθέως τις ομοιότητές του με το ομώνυμο ηλεκτρικό σεντάν της εταιρείας, το Seal.
Έτσι, όπως και σ’ εκείνο, αντίστοιχα και εδώ, το ελκυστικό σε σχήμα Χ εμπρός μέρος, τονίζεται από τον στρογγυλεμένο και κυρτό σχεδιασμό, ενώ οι προβολείς σε σχήμα U ταιριάζουν αρμονικά στο καπό, δημιουργώντας μια εντυπωσιακή και ξεχωριστή ταυτότητα.
Στο πλάι, αρχικά εντυπωσιάζει χάρη στο αυξημένο μήκος του (4,77 μ.) με το εξίσου μεγάλο μεταξόνιο (2,76 μ.) και εν συνεχεία χάρη στις όμορφα σχεδιασμένες μεγάλες (19 ιντσών) ζάντες αλουμινίου, όταν τα χρωμιωμένα πλαίσια των παραθύρων προσδίδουν και την απαραίτητη δόση πολυτέλειας.
Στο πίσω μέρος τώρα, μπορεί η εικόνα να ελλείπεται χαρακτήρα συγκριτικά με τις υπόλοιπες πλευρές του αυτοκινήτου και να θυμίζει αρκετά σύγχρονο Audi, αλλά χάρη στα μεγάλα LED φωτιστικά σώματα που ενώνονται από μια -επίσης LED- μπάρα, δημιουργούν την αίσθηση του αυξημένου πλάτους (το πλάτος του αυτοκινήτου είναι 2,08 μ.) και κάνουν την πίσω όψη αρκετά αποδεκτή.
Με έμφαση στη χλιδή…
Στα ενδότερα, είναι ευθύς εξαρχής ξεκάθαρο ότι οι Κινέζοι εστίασαν την προσοχή τους στην απλόχερη παροχή της πολυτέλειας και το αποτέλεσμα είναι αν μη τι άλλο εντυπωσιακό σχετικά με τη χλιδή που προσφέρει. Πιο συγκεκριμένα, παντού υπάρχουν επενδύσεις από δέρμα Νάπα και όσα πλαστικά βρίσκονται σε εμφανή σημεία είναι αρκετά υψηλής ποιότητας και με πολύ καλή συναρμογή.
Πέραν όμως της αυξημένης ποιότητας, η καμπίνα χαρακτηρίζεται και από την παροχή υψηλής τεχνολογίας (είπαμε είναι κάποια χρόνια μπροστά σε επίπεδο τεχνολογίας οι τύποι), με τον ψηφιακό πίνακα οργάνων να είναι 12,3 ιντσών και με υποδειγματική ανάλυση, το head-up display παρόν σε κάθε έκδοση και την οθόνη αφής του infotainment να αγγίζει τις εξωπραγματικές 15,6 ίντσες και να έχει τη δυνατότητα για περιστροφή, από οριζόντια σε κάθετη, όπως αντίστοιχα είδαμε και στο Atto 3 που δοκιμάσαμε τον Μάιο (δες εδώ).
Από άποψη χώρων τώρα, οι μπροστινοί επιβάτες έχουν άφθονο χώρο τόσο για το κεφάλι και τα πόδια τους, όσο και μεταξύ τους, όταν τα άνετα καθίσματα είναι ηλεκτρικά και εφοδιάζονται με λειτουργίες θέρμανσης και ψύξης, καθιστώντας το Seal U ένα από τα πιο άνετα της κατηγορίας. Γεγονός στο οποίο συνεπικουρεί και ο αυξημένος χώρος των πίσω επιβατών ελέω μεγάλου μήκους και μεταξονίου, τη στιγμή που το πλήρως επίπεδο δάπεδο επιτρέπει την άνετη φιλοξενία ακόμη και στον μεσαίο επιβάτη.
Όσο για τον χώρο αποσκευών, η ηλεκτρική πέμπτη θύρα ανοίγει για να αποκαλύψει έναν πορτ μπαγκάζ χωρητικότητας 425 λίτρων, που επεκτείνεται μέχρι τα 1.440 λίτρα με την πίσω σειρά καθισμάτων αναδιπλωμένη (αναδιπλώνει σε ποσοστό 60:40), η οποία μάλιστα είναι και ρυθμιζόμενη για να επιλέγει ο χρήστης αν θέλει να δώσει έμφαση στους πίσω επιβάτες ή της αποσκευές.
Σε κάθε περίπτωση βέβαια, ο χώρος αποσκευών είναι μάλλον και το μελανό σημείο του αυτοκινήτου, αφού πέρα από την σχετικά περιορισμένη χωρητικότητα (425 λίτρα έχουν αυτοκίνητα μικρότερης κατηγορίας) δεν παρέχει και το απαραίτητο βάθος, με το δάπεδό του να κρύβει από κάτω μόνο δυο μικρές θήκες, ένα κιτ επισκευής ελαστικού και ένα πολύμπριζο. Το τελευταίο βρίσκεται εκεί καθότι το Seal U έχει τη δυνατότητα να τροφοδοτεί εξωτερικές συσκευές μέσω αυτού με ισχύ έως και 3,3 kW.
Τα αρχικά DM-i και η σημασία τους…
Η BYD ονομάζει την plug-in υβριδική τεχνολογία της “DM-I” από το “DualMode-Intelligent”, που επί της ουσίας σημαίνει διπλό σύστημα τροφοδοσίας. Πιο συγκεκριμένα, τα αυτοκίνητα της εταιρείας που εφοδιάζονται με τη συγκεκριμένη τεχνολογία έχουν τη δυνατότητα να κινούνται είτε από έναν θερμικό κινητήρα, είτε από ένα (ή δύο αναλόγως έκδοσης) ηλεκτρομοτέρ, είτε συνδυαστικά. Όπως δηλαδή συμβαίνει στα περισσότερα PHEV της αγοράς, μόνο που εδώ υπάρχει μια διαφοροποίηση. Αυτή έχει να κάνει με τη δομή του συστήματος που στην περίπτωση του Seal U DM-I τον πρώτο λόγο έχουν οι ηλεκτροκινητήρες και τον δεύτερο ο κινητήρας εσωτερικής καύσης και όχι το αντίστροφο που συμβαίνει στα υπόλοιπα ανταγωνιστικά μοντέλα.
Αυτό δίνει τη δυνατότητα στο κινέζικο SUV να κινείται όσο το δυνατόν περισσότερο με ηλεκτρική ενέργεια (οι Κινέζοι κάνουν λόγο για ποσοστό 80%) εφόσον η φόρτιση της μπαταρίας το επιτρέπει, γεγονός που του χαρίζει και αυξημένη αυτονομία.
Επ’ αυτού, η BYD κάνει λόγο για 1.080 χιλιόμετρα στην δικίνητη έκδοση Boost και 870 χιλιόμετρα στην τετρακίνητη έκδοση Design, με την μπαταρία να είναι τύπου “Blade” και χωρητικότητας 18,3 kWh σε κάθε περίπτωση, ενώ διαφέρει μόνο ο θερμικός κινητήρας και φυσικά η προσθήκη ενός επιπλέον ηλεκτροκινητήρα πίσω για την τετρακίνητη έκδοση.
Πιο συγκεκριμένα, η δικίνητη έκδοση εφοδιάζεται με έναν ατμοσφαιρικό 1.500άρη που λειτουργεί σε κύκλο Atkinson, αποδίδει 98 ίππους και συνδυάζεται με έναν ηλεκτροκινητήρα απόδοσης 198 ίππων, με την συνδυαστική ισχύ να ανέρχεται σε 218 ίππους, ενώ η τετρακίνητη έκδοση εφοδιάζεται με έναν υπερτροφοδοτούμενο -επίσης- 1,5 λίτρων που αποδίδει 131 ίππους και σε συνδυασμό με τους δύο ηλεκτροκινητήρες ανεβαίνει η συνδυαστική ισχύς σε 324 ίππους!
Για λίγο με το καλό…
Στη διάθεσή μας για την σύντομη οδηγική μας εμπειρία, είχαμε την τετρακίνητη έκδοση με τους 324 ίππους, με την οποία και διανύσαμε τα πρώτα χιλιόμετρα μας στην Αθηναϊκή Ριβιέρα…
Αρχικά εντυπωσιάζεσαι από την πλήρη απουσία θορύβων τόσο από κατασκευής, όσο και περιβάλλοντος, ενώ σε δεύτερο χρόνο σε εκπλήσσει ο τρόπος με τον οποίο επιταχύνει το αυτοκίνητο. Και ενώ το Seal U είναι ζωηρό σε κάθε πάτημα του γκαζιού, η BYD έχει δώσει προτεραιότητα στην άνεση και τη φινέτσα σε σχέση με την απόλυτη οδηγική εμπειρία.
Υπό αυτό το πρίσμα, η μαλακή ανάρτηση του κινέζικου SUV υπερέχει στο να απορροφά τις -ουκ ολίγες- ανωμαλίες των ελληνικών δρόμων, παρέχοντας μια ομαλή, σχεδόν «αιωρούμενη», εμπειρία επάνω στον δρόμο. Αυτή η ρύθμιση της ανάρτησης υπογραμμίζει τη φινέτσα του Seal U, αλλά στον αντίποδα το κάνει να απέχει από κάθε δυνατή αίσθηση σπορ οδήγησης. Έτσι, εάν η άνεση είναι η προτεραιότητά σας, σίγουρα θα εκπλαγείτε από την μαλακή ανάρτηση του Seal U, αλλά όσοι αναζητούν μια πιο σπορ οδηγική εμπειρία τότε μάλλον το κινέζικο SUV δεν προτίθεται να τους καλύψει, ακόμα και με επιλεγμένο το πρόγραμμα Sport.
Αντίστοιχα, στην ίδια λογική, είναι και το τιμόνι που παρέχει περιορισμένη πληροφόρηση και βαρύτητα, αλλά κρίνεται αρκετά εύχρηστο στις μετακινήσεις εντός πόλεως, κάνοντας εύκολη υπόθεση την αλλαγή κατεύθυνσης παρά το αυξημένο βάρος του αυτοκινήτου (2.100 κιλά). Το τελευταίο, το νιώθεις αρκετά στις κλειστές στροφές που έρχεσαι με «φόρα», καθώς και σε κάθε πάτημα του φρένου, χωρίς ωστόσο να αποτελεί ιδιαίτερο πρόβλημα (απλά θέλει εξοικείωση) αφού τα τέσσερα δισκόφρενα (τα εμπρός αεριζόμενα) είναι εξαιρετικά αποτελεσματικά και η αίσθηση του πεντάλ μεστή και άμεση.
Εκδόσεις και τιμές
Η BYD προσφέρει δυο εκδόσεις -προς το παρόν- του Seal U DM-i στην ελληνική αγορά, την Boost και την Design. Και ενώ και οι δύο εκδόσεις μοιράζονται σχεδόν πανομοιότυπες εξωτερικές και εσωτερικές προδιαγραφές (ο εξοπλισμός είναι ίδιος και υπερ-πλούσιος και στις δύο), τα ονόματα διακρίνουν τους κινητήρες τους. Η έκδοση Boost είναι η «βασική» με κίνηση στους εμπρός τροχούς και έχει τη δυνατότητα για ηλεκτρική αυτονομία 80 χιλιομέτρων, ενώ η έκδοση Design με τη σειρά της, εφοδιάζεται με δύο ηλεκτροκινητήρες για τετρακίνηση και παρέχει ηλεκτρική αυτονομία στα 70 χιλιόμετρα.
Η μεν Boost κοστίζει 38.900 ευρώ και η δε Design 46.500 ευρώ, με αμφότερες να καλύπτονται από βασική εγγύηση έξι ετών ή 150.000 χλμ., εγγύηση ηλεκτρικής μετάδοσης οκτώ ετών ή 150.000 χλμ. και εγγύηση μπαταρίας οκτώ ετών ή 200.000 χλμ., με SO μεγαλύτερο του 70%.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΡΑΓΙΩΡΓΑΚΗΣ
Υ.Γ: Λόγω της σύντομης συμβίωσής μας δεν καταφέραμε να μετρήσουμε καταναλώσεις – αυτονομία, κτλ., «πράγματα» για τα οποία επιφυλασσόμαστε, όταν θα φτάσει το αυτοκίνητο για μια πλήρη δοκιμή στα χέρια μας.