FeaturesIn Pen & InkManuscriptsΜιχάλης Γκαβέζος

Lamborghini: Ένας θρύλος που έγινε 60 ετών!

Ferruccio Lamborghini

O Cavaliere Lamborghini συνοδευόταν από τη φήμη ότι διέθετε την ικανότητα να επιλέγει τους σωστούς ανθρώπους για τις σωστές θέσεις. Και όχι μόνον αυτό, αλλά στη συνέχεια μπορούσε να τους εμπνέει ώστε να εργάζονται και να δημιουργούν από μόνοι τους, με βασικό κίνητρο την αγάπη για αυτό που έκαναν…

Η πρώτη επαγγελματική του δραστηριότητα που τον έκανε γνωστό, ήταν η Trattori Lamborghini, που είχε ιδρυθεί το 1948 και σύντομα εξελίχθηκε σε μια από τις πιο αξιόλογες  εταιρίες του είδους στην Ιταλία, ενώ ακολούθησε και ένα εργοστάσιο κατασκευής καυστήρων κεντρικής θέρμανσης και κλιματιστικών.

Ωστόσο, δεν κατάφερε να υλοποιήσει τον πιο φιλόδοξο στόχο που είχε, την κατασκευή ελικόπτερων, αφού η Ιταλική Κυβέρνηση δεν του έδωσε την απαραίτητη άδεια. Όντας όμως φίλος της ταχύτητας, σε συνδυασμό με την πετυχημένη πορεία των  επαγγελματικών του δραστηριοτήτων του, είχε κατά καιρούς στην κατοχή του κάποια από τα καλύτερα σπορ αυτοκίνητα της εποχής

Εννοείται ότι ήταν ιταλικά, με το ενδιαφέρον του να στρέφεται αρχικά στις Maserati, για να ακολουθήσει μια Iso και στη συνέχεια να έρθει η σειρά των Ferrari. Από εκεί και πέρα, σχετικά με την απόφαση του να γίνει κατασκευαστής «εξωτικών» αυτοκινήτων έχουν γραφτεί διάφορα για το πως προέκυψε, ύστερα από κάποια συνάντηση του με τον Enzo Ferrari που δεν εξελίχθηκε καλά…

Όποια και αν είναι η αλήθεια, το 1963 οι επισκέπτες στο Σαλόνι του Τορίνο αντίκρυζαν ένα ιδιαίτερο σπορ αυτοκίνητο που είχε την επωνυμία του…

Στοχεύοντας μάλιστα εξ’ αρχής πολύ ψηλά, το πρωτότυπο της Έκθεσης με τον χαρακτηρισμό 350GTV (Gran Tourismo Veloce) είχε την υπογραφή ενός από τους σημαντικότερους Ιταλούς σχεδιαστές, του Franco Scaglione και είχε κατασκευαστεί από την Carrozzeria Sargiotto στο Τορίνο.

Ήταν «στημένο» πάνω σε ένα σωληνωτό σασί που είχε σχεδιάσει ο Paolo Stanzani και είχαν κατασκευάσει οι Neri και Bonacini, προερχόμενοι και οι τρεις από την Maserati. Όσον αφορά στον V-12 κινητήρα, που είχε χωρητικότητα 3.463 κ.εκ. με τέσσερις εκκεντροφόρους και απόδοση 360 ίππους στις 8.000 σ.α.λ., ήταν έργο του περίφημου Giotto Bizzarrini, που είχε αποχωρήσει λίγο καιρό νωρίτερα από την Ferrari, για να πλαισιώσει αργότερα την ομάδα και ο νεαρός, τότε, Giampaolo Dallara, που επίσης εργαζόταν στην Maserati…

Μια ακόμη σημαντική μεταγραφή ήταν του Νεοζηλανδού Bob Wallace, που ήταν μηχανικός εξέλιξης και δοκιμαστής στην Ferrari και την Maserati, και πήρε την απόφαση να ακολουθήσει τον Dallara στην «καλύτερη δουλειά του κόσμου»

Βέβαια, η 350GTV σίγουρα εξέπληξε το κοινό εκείνης της Έκθεσης, όμως το ασυνήθιστο για  εκείνη την εποχή σχήμα της δεν είχε ενθουσιάσει. Έτσι σε μια γρήγορη αντίδραση, ο Lamborghini απευθύνθηκε στην Μιλανέζικη Carrozzeria Touring προκειμένου να επέμβει σε μερικό επανασχεδιασμό του αμαξώματος, ακολουθώντας πιο συμβατικές γραμμές.

Ασχέτως βέβαια με αυτό, το γεγονός που είχε σημασία ήταν ότι η ιστορία της Automobili Ferrucio Lamborghini είχε μόλις ξεκινήσει

Εκτός όμως από την εξωτερική εμφάνιση κρίθηκε σκόπιμο να γίνουν τροποποιήσεις και στο χώρο του κινητήρα. Έτσι, αντικαταστάθηκε το ξηρό κάρτερ, περιορίστηκε η σχέση συμπίεσης και αλλάχθηκαν τα καρμπυρατέρ προκειμένου η απόδοση να περιοριστεί στους 270 ίππους στις 6.500 σ.α.λ., ώστε να γίνει το αυτοκίνητο πιο ευκολοδήγητο.

Με αυτή τη μορφή και ως 350GT πλέον, παρουσιάστηκε το 1964 στο Σαλόνι Αυτοκινήτων της Γενεύης, αποτελώντας το πρώτο μοντέλο «μαζικής» παραγωγής της Lamborghini

Στα δύο χρόνια της παραγωγής του στο εργοστάσιο της Sant΄ Agata κατασκευάστηκαν 120 αυτοκίνητα και άλλα 23 με κυβισμό 4,0 λίτρων (ως 400GT), ενώ παράλληλα υπήρξαν και διαφοροποιημένες στυλιστικές προτάσεις από τον Zagato, αλλά και δύο εκδόσεις Spider από την Touring.

Το 1966, πάλι στη Γενεύη, παρουσιάστηκε η 400GT 2+2, όμως η «νεαρή» αυτοκινητοβιομηχανία επρόκειτο να είναι και πάλι το κέντρο του ενδιαφέροντος χάριν ενός από τα πιο συναρπαστικά αυτοκίνητα εκείνης της εποχής. Ήταν η Miura

Αποτελούσε έμπνευση των Dallara και Stanzani και υλοποιήθηκε ύστερα από μια συνάντηση που είχαν με τον Lamborghini ένα απόγευμα του 1964 στο χώρο δοκιμών των κινητήρων στο εργοστάσιο της εταιρίας.

Η συζήτηση αφορούσε τη δυνατότητα τοποθέτησης του κινητήρα στο κέντρο ενός αυτοκινήτου υψηλών επιδόσεων που θα ήταν ευρείας παραγωγής, κατά τα πρότυπα της Formula 1. Ήταν μια ιδέα που είχαν ήδη υλοποιήσει η Ford και η Ferrari, αλλά για τα αυτοκίνητα τους που συμμετείχαν στους αγώνες GT.

Ο Lamborghini έδωσε το ελεύθερο στον Dallara να διερευνήσει αυτή τη δυνατότητα, ο Giorgetto Giugiaro αρχικά και ο Marcello Gandini στη συνέχεια (που τον διαδέχθηκε στον οίκο Bertone) σχεδίασαν το αμάξωμα και ο Bob Wallace ανέλαβε την εξέλιξη του πρωτότυπου.

Το αποτέλεσμα ήταν να δημιουργηθεί ένα από τα πιο εμβληματικά σπορ αυτοκίνητα, με ένα όνομα που παρέπεμπε στη φοβερή ράτσα των ταύρων της Σεβίλλης, συνδυάζοντας το και με το σήμα της εταιρίας.

Το 1967, εξ’ αιτίας της αδυναμίας της Touring να συνεχίσει την παραγωγή της 400GT, είχε ξεκινήσει η συνεργασία της Lamborghini με την Carrozzeria Marazzi στο Varese. Συνεχίστηκε με την ίδια εταιρία για την κατασκευή της Islero που παρουσιάστηκε στη Γενεύη το 1968, ενώ την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε και η Espada, που αποδείχθηκε αειθαλής, αφού παρέμεινε στην παραγωγή για μια δεκαετία.

Μια εσωτερική αλλαγή προέκυψε το 1968, όταν ο Dallara αποφάσισε να αποχωρήσει από την εταιρία προκειμένου να συνεργαστεί με τον Frank Williams στη δημιουργία της ομώνυμης αγωνιστικής ομάδας, με τον Stanzani να αναλαμβάνει πλέον ως τεχνικός διευθυντής.

Υπό την δική του καθοδήγηση ολοκληρώθηκε η δημιουργία της Jarama που παρουσιάστηκε στη Γενεύη το 1970 ως αντικαταστάτρια της Islero, που είχε σχεδιαστεί επίσης από τον οίκο Bertone και κατασκευαζόταν επίσης από τον Marazzi.

Μερικούς μήνες αργότερα ακολούθησε η Urraco, άλλη μια δημιουργία του Bertone, έχοντας όμως πλέον κινητήρα V8, στην προσπάθεια της Lamborghini να ακολουθήσει τη νέα τακτική της Ferrari και της Porsche στην κατηγορία των 2,0 έως 3,0 λίτρων.

Όμως το σημαντικό γεγονός της συγκεκριμένης χρονιάς επρόκειτο να είναι «αρχή του τέλους» της παρουσίας του Lamborghini στην εταιρία του…

Το φθινόπωρο του 1970 η Trattori Lamborghini είχε πάρει μια μεγάλη παραγγελία από την Βολιβία για 5.000 τρακτέρ, που όμως ακυρώθηκε αφού είχε ολοκληρωθεί η κατασκευή τους. Ο Lamborghini προκειμένου να καλύψει τη ζημιά αναγκάστηκε να πουλήσει το 51% της εταιρίας των αυτοκινήτων και μη μπορώντας πλέον να έχει ενεργό ρόλο στις αποφάσεις, προτίμησε να πουλήσει τον χειμώνα 1972-1973 και το υπόλοιπο των μετοχών του.

Το μόνο, ίσως παρήγορο για τον ίδιο ήταν ότι είχε προλάβει να επιβλέψει την προετοιμασία ενός ακόμη μυθικού αυτοκινήτου, της Countach, που παρουσιάστηκε στη Γενεύη το 1971 και μπήκε σε παραγωγή το 1974.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΗ: Hall of Fame: Lamborghini Countach

Σταδιακά, ο Lamborghini αποχώρησε και από τις εταιρίες των καυστήρων και των κλιματιστικών που είχαν παραμείνει μέχρι τότε στην κατοχή του, ενώ αργότερα μια άλλη ιταλική εταιρία αγροτικών μηχανημάτων, η SAME, αγόρασε και το εργοστάσιο των τρακτέρ…

Η επαγγελματική του συνέχεια αφορούσε κάτι εντελώς διαφορετικό, αφού αποφάσισε να ασχοληθεί με την παραγωγή κρασιού!

Έτσι βρέθηκε στην περιοχή της Umbria, μακριά από την πατρίδα του την Emilia, κάνοντας τη δήλωση: «πάντα προσπαθούσα να κάνω το καλύτερο σε οποιονδήποτε τομέα. Αυτό είναι το κρασί μου…»!

Έφυγε από τη ζωή το 1993, ακριβώς 30 χρόνια μετά την παρουσίαση του πρώτου αυτοκινήτου με το όνομά του…

Όσον αφορά στη συνέχεια, το περιορισμένο ενδιαφέρον των νέων ιδιοκτητών της Lamborghini σε συνδυασμό με λανθασμένες επιλογές και την έλλειψη επενδύσεων έφεραν την εταιρία ένα βήμα πριν την καταστροφή. Το μόνο που απέμεινε από εκείνη την περίοδο ήταν η προσπάθεια κατασκευής ενός πανίσχυρου οχήματος εκτός δρόμου, του Cheetah, που παρουσιάστηκε το 1997 ως πρωτότυπο.

Μετά από περεταίρω εξέλιξη ονομάστηκε LM002 και κατασκευάστηκε σε 300 μόλις μονάδες, αφού δεν τελεσφόρησε η προσδοκία μαζικότερης παραγωγής για στρατιωτική χρήση.

Μπροστά λοιπόν στον κίνδυνο της απόλυτης κατάρρευσης, επενέβη η Ιταλική Κυβέρνηση ορίζοντας ως διαχειριστή τον Alessandro Artese και τεχνικό διευθυντή τον πολύπειρο Giulio Alfieri, σε μια μάταιη, όπως αποδείχθηκε, προσπάθεια διατήρησης της παραγωγής και κυρίως αναζήτησης νέων επενδυτών. Έτσι η πτώχευση ήταν αναπόφευκτη, για να έρθει τελικά η σωτηρία από δύο Γάλλους επιχειρηματίες, τους αδελφούς Mimran.

Δαπανώντας πολλά χρήματα για την ανακαίνιση του εργοστασίου και την ανάπτυξη νέων μοντέλων, κατάφεραν να επαναφέρουν την Lamborghini στην ελίτ των κατασκευαστών σπορ αυτοκινήτων, σε σημείο να προκαλέσουν το ενδιαφέρον των στελεχών της Chrysler. Ως αποτέλεσμα, στις 23 Απριλίου 1987, υπεγράφη η συμφωνία πώλησης όλων των μετοχών της εταιρίας στους Αμερικανούς, περνώντας το εργοστάσιο σε μια νέα εποχή

Πρώτο δείγμα απετέλεσε ένα ακόμη «σύμβολο» της εταιρίας, η Diablo, που παρουσιάστηκε τον Ιανουάριο του 1990. Διέθετε κινητήρα σε διάταξη V12, αρχικά με χωρητικότητα στα 5,7 και στη συνέχεια στα 6,0 λίτρα, απόδοσης 492 και 590 ίππων αντίστοιχα…

Ακολούθησε η τετρακίνητη “VT”, και τον Σεπτέμβριο του 1993 η επετειακή Special Edition, για τον εορτασμό των 30 χρόνων της εταιρίας.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΗ: Η Lamborghini Diablo έγινε 30!

Στο ενδιάμεσο βέβαια είχε μεσολαβήσει για μια χρονιά, το 1991, η συμμετοχή της Lamborghini στη Formula 1, ως “ModenaTeam”. Είχε οδηγούς τους N. Larini και E. Van de Poele και είχε λειτουργήσει υπό την διεύθυνση του πολύπειρου MauroForghieri, παλαιού αγωνιστικού διευθυντή της Ferrari.

Άλλη μια αλλαγή σελίδας επρόκειτο να γίνει το 1995, με την εκ νέου πώληση της εταιρίας, αυτή τη φορά στην MegaTech, μέλος του Ινδονησιακού γκρουπ Sedco, για να ακολουθήσει τρία χρόνια αργότερα, στις 24 Ιουλίου 1998, η μεταβίβαση του ιδιοκτησιακού καθεστώτος  της πολυτάραχης Lamborghini στην Audi, μέσω του γκρουπ της VW.

Αρχικά η νέα εταιρική επωνυμία της διαμορφώθηκε ως Automobili Lamborghini Holding S.p.a., που διασπάστηκε το 1999 σε τρεις τομείς δραστηριοτήτων. Την κατασκευή αυτοκινήτων, την κατασκευή κινητήρων θαλάσσης και την εμπορική εκμετάλλευση του ονόματος Lamborghini.

Πρώτο «προϊόν» της νέας διοίκησης απετέλεσε η εντυπωσιακή Murcielago, εφοδιασμένη με κινητήρα V12, 6,2 λίτρων και 580 ίππων, που παρουσιάστηκε το 2001 στο Σαλόνι της Φρανκφούρτης, ενώ το 2003 ακολούθησε στη Γενεύη η Gallardo, με κινητήρα 5,0 λίτρων σε διάταξη V10 και απόδοσης 500 ίππων.

Έκτοτε, η Aventador το 2012, η Huracan το 2014 και το SUV Urus το 2018 διατήρησαν μέχρι τις μέρες μας με τον καλύτερο τρόπο ζωντανό το θρύλο του «οργισμένου ταύρου», ενώ το υβριδικό Revuelto που παρουσιάστηκε τον Μάρτιο του 2023, οδηγεί την εταιρία στη νέα εποχή

Εγγραφείτε στο newsletter μας...
…και ενημερωθείτε με άποψη για το αυτοκίνητο και τη μοτοσυκλέτα!